φωταύγεια

φωταύγεια
η, ΝΜ, και φωταυγία Μ [φωταυγής]
λαμπρότητα τού φωτός
νεοελλ.
1. καταυγασμός, έντονος φωτισμός
2. φυσ. φαινόμενο εκπομπής, από ένα υλικό, ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας τής οποίας η ένταση είναι, για ορισμένα μήκη κύματος ή για ορισμένες στενές περιοχές τού ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, μεγαλύτερη από την ένταση τής θερμικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το υλικό αυτό στην ίδια θερμοκρασία
3. φρ. «ατμοσφαιρική φωταύγεια»
(μετεωρ.) εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας από τα άτομα ή από τα μόρια τής ατμόσφαιρας τα οποία διεγείρονται είτε από την ηλιακή ακτινοβολία είτε λόγω συγκρούσεων είτε ως αποτέλεσμα αμοιβαίων αντιδράσεών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωταυγής. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.-γαλλ. luminiscence].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωταύγεια — brightness of light fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημει(ο)φωταύγεια — η, Ν (χημ. φυσ.) φαινόμενο φωταύγειας το οποίο συντελείται κατά τη διάρκεια ορισμένων χημικών αντιδράσεων και οφείλεται στην παραγωγή ενός χημικού είδους σε διεγερμένη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemiluminescence <… …   Dictionary of Greek

  • φωταυγείας — φωταυγείᾱς , φωταύγεια brightness of light fem acc pl φωταυγείᾱς , φωταύγεια brightness of light fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αντανάκλαση — η (AM ἀντανάκλασις) 1. αλλαγή κατεύθυνσης των φωτεινών ακτίνων όταν προσπέσουν σε λεία και στιλπνή επιφάνεια 2. (για ήχο) αντήχηση, ηχώ νεοελλ. έμμεση επίδραση ενέργειας ή κατάστασης μσν. φωταύγεια, αίγλη …   Dictionary of Greek

  • ευφέγγεια — εὐφέγγεια, ἡ (Α) [ευφευγής] φωταύγεια, φωτεινότητα …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφωταύγεια — Η εκπομπή φωτός από ορισμένες φωσφορίζουσες ουσίες, όταν επιδράσει σε αυτές ένα μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φωτισμό αν εφαρμοστούν τάσεις 400 500 V στα άκρα μιας διηλεκτρικής επικάλυψης, με πάχος περίπου 2,5 μm,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοφωταύγεια — η φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στην παραγωγή φωτός από ορισμένα υλικά κατά την ομαλή ανύψωση τής θερμοκρασίας τους, αφού προηγουμένως διεγερθούν με μια ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thermoluminescence < thermo …   Dictionary of Greek

  • καταυγασμός — ο (Α καταυγασμός) [καταυγάζω] άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”