φωταύγεια — brightness of light fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χημει(ο)φωταύγεια — η, Ν (χημ. φυσ.) φαινόμενο φωταύγειας το οποίο συντελείται κατά τη διάρκεια ορισμένων χημικών αντιδράσεων και οφείλεται στην παραγωγή ενός χημικού είδους σε διεγερμένη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemiluminescence <… … Dictionary of Greek
φωταυγείας — φωταυγείᾱς , φωταύγεια brightness of light fem acc pl φωταυγείᾱς , φωταύγεια brightness of light fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αντανάκλαση — η (AM ἀντανάκλασις) 1. αλλαγή κατεύθυνσης των φωτεινών ακτίνων όταν προσπέσουν σε λεία και στιλπνή επιφάνεια 2. (για ήχο) αντήχηση, ηχώ νεοελλ. έμμεση επίδραση ενέργειας ή κατάστασης μσν. φωταύγεια, αίγλη … Dictionary of Greek
ευφέγγεια — εὐφέγγεια, ἡ (Α) [ευφευγής] φωταύγεια, φωτεινότητα … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωταύγεια — Η εκπομπή φωτός από ορισμένες φωσφορίζουσες ουσίες, όταν επιδράσει σε αυτές ένα μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φωτισμό αν εφαρμοστούν τάσεις 400 500 V στα άκρα μιας διηλεκτρικής επικάλυψης, με πάχος περίπου 2,5 μm,… … Dictionary of Greek
θερμοφωταύγεια — η φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στην παραγωγή φωτός από ορισμένα υλικά κατά την ομαλή ανύψωση τής θερμοκρασίας τους, αφού προηγουμένως διεγερθούν με μια ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thermoluminescence < thermo … Dictionary of Greek
καταυγασμός — ο (Α καταυγασμός) [καταυγάζω] άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή … Dictionary of Greek